- φοβεῖται
- φοβέωput to flightpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
боѣисѧ — БО|˫АТИСѦ (627), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Испытывать страх, бояться кого л., чего л., остерегаться чего л.: не боиши ли сѩ ни ли соумьниши сѩ. ни ли срамлѩѥши сѩ въ тъ чѩсъ обрѣта|| сѩ лъжъ. (αἴδεσαι) Изб 1076, 260 260 об.; оц҃ѩ того д҃ховьнааго себѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
SIRIUS — I. SIRIUS Thebanorum in Aegypto Regum, iuxta Eratosthenem, undecimus, dictus quasi γ῾ιὸς κόῤῤης, Silius genae; alias Α᾿βάσκαντος, cui nemo invidet: excepit Anoyphen, regnavit ann. 18. ac successorem habuit Chnubum Gneurum, vide Ioh. Marshamum Can … Hofmann J. Lexicon universale
λυσιπνεί — λυσιπνεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φοβεῑται» … Dictionary of Greek
σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
τιβδεί — Α (κατά τον Ησύχ.) «φοβεῑται» … Dictionary of Greek
υρεί — Α (κατά τον Ησύχ.) «φοβεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διαβαστεί τρεῖ (πρβλ. τρέω)] … Dictionary of Greek
Γώγου, Κατερίνα — (Αθήνα 1940 – 1993). Ηθοποιός του κινηματογράφου, σεναριογράφος και ποιήτρια. Αιώνια έφηβη στα αντισυμβατικά ποιήματά της, οργισμένη και αρκετά επηρεασμένη από τον Μαγιακόφσκι, η Γ. ξεκίνησε επαγγελματικά ως ηθοποιός, αλλά κατάφερε να… … Dictionary of Greek
Κοντού, Μάρω — (Αθήνα 1934 –). Ηθοποιός. Σπούδασε στην σχολή χορού Κούλας Πράτσικα και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1954, στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου Χαρούμενο Ξεκίνημα. Έκτοτε συμμετείχε σε δεκάδες ταινίες, αρκετές από αυτές στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνου, Γιώργος — (Αθήνα 1934 –). Ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και πρωτοεμφανίστηκε στην παράσταση της κωμωδίας του Αριστοφάνη Πλούτος (1957). Συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους και σε λίγα χρόνια έγινε γνωστός με τον… … Dictionary of Greek